Zbudovat στα ελληνικά
Μετάφραση: zbudovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτίζω, κατασκευάζω, ανατρέφω, πισινός, ανεγείρω, οικοδομώ, αναστηλώνω, ορθώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dvorný στα ελληνικά - ευπροσήγορος, αβρός, ευγενής, ευγενικός, ευγενικό, ευγενική, ευγενικοί
- justiční στα ελληνικά - δικανικός, δικαστικός, δικαστική, δικαστικής, δικαστικών, δικαστικές
- najít στα ελληνικά - βρίσκω, εύρημα, ανεύρεση, ίχνος, υπόλειμμα, ανακαλύπτω, ανιχνεύω, ...
- nakládač στα ελληνικά - φορτωτής, φορτωτή, loader, φόρτωσης, του φορτωτή
Τυχαίες λέξεις
Zbudovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτίζω, κατασκευάζω, ανατρέφω, πισινός, ανεγείρω, οικοδομώ, αναστηλώνω, ορθώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις: χτίζω, κατασκευάζω, ανατρέφω, πισινός, ανεγείρω, οικοδομώ, αναστηλώνω, ορθώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει