Zkonfiskovat στα ελληνικά
Μετάφραση: zkonfiskovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημεύω, κατάσχω, αδράξουν, αδράξουμε, αδράξει, κατάσχουν, κατάσχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- napravit στα ελληνικά - προσαρμόζω, περιορίζω, ανακτώ, καθορισμένος, τοποθετώ, επισκευή, μεταρρύθμιση, ...
- nepromokavý στα ελληνικά - αδιάβροχος, αδιάβροχο, αδιάβροχη, αδιάβροχα, αδιάβροχες
- ohlávka στα ελληνικά - καπίστρι, σχοινί, halter, δένουν στο πίσω μέρος, δένουν στο πίσω
- opisovač στα ελληνικά - αντιγραφέας, αντιγραφέα, απομιμητής, αντιγραφεύς
Τυχαίες λέξεις
Zkonfiskovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημεύω, κατάσχω, αδράξουν, αδράξουμε, αδράξει, κατάσχουν, κατάσχει
Μεταφράσεις: δημεύω, κατάσχω, αδράξουν, αδράξουμε, αδράξει, κατάσχουν, κατάσχει