Zvětšovat στα ελληνικά

Μετάφραση: zvětšovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αύξηση, ανεβάζω, κερί, μεγεθύνω, αυξάνω, φουσκώνω, πρήζω, μεγαλοποιώ, ενισχύω, εξογκώνω, αυξανόμενη, αυξάνοντας, αύξηση της, την αύξηση
Zvětšovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • erodovat στα ελληνικά - διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
  • klička στα ελληνικά - φιόγκος, άγκιστρο, χρονοτριβή, γάντζος, κόμβος, αγκιστρώνω, δένω, ...
  • mytí στα ελληνικά - πλύση, πλύσιμο, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
  • nachytat στα ελληνικά - πιάνω, αρπάζω, σουφρώνω, συλλαμβάνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, ...
Τυχαίες λέξεις
Zvětšovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αύξηση, ανεβάζω, κερί, μεγεθύνω, αυξάνω, φουσκώνω, πρήζω, μεγαλοποιώ, ενισχύω, εξογκώνω, αυξανόμενη, αυξάνοντας, αύξηση της, την αύξηση