Μεγεθύνω στα τσεχικά
Μετάφραση: μεγεθύνω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozšiřovat, zvětšovat, zvětšit, rozšířit, zvětšení, zvětšíte, enlarge
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγεθύνω
μεγεθύνω μεγεθύνω, μεγεθύνω english, μεγεθύνω ή μεγενθύνω, μεγεθύνω - μικραίνω σχήματα, μεγεθύνω λεξικό γλώσσας τσεχικά, μεγεθύνω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- μεγαλόψυχος στα τσεχικά - šlechetný, ušlechtilý, velkodušný, velkomyslný, velkorysý, velkodušní
- μεγαλώνω στα τσεχικά - narůst, vyrůstat, přibývat, pěstovat, zvětšit, růst, přibýt, ...
- μεγιστάνας στα τσεχικά - magnát, Tycoon, magnáta, magnátem
- μεζές στα τσεχικά - díl, svačina, pamlsek, lahůdka, kleveta, titbit
Τυχαίες λέξεις
Μεγεθύνω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: rozšiřovat, zvětšovat, zvětšit, rozšířit, zvětšení, zvětšíte, enlarge
Μεταφράσεις: rozšiřovat, zvětšovat, zvětšit, rozšířit, zvětšení, zvětšíte, enlarge