Alkeellinen στα ελληνικά

Μετάφραση: alkeellinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτόγονος, αρχέγονος, πρωταρχικός, ωμός, πρώτος, ακατέργαστος, αγενής, χονδροειδής, αγροίκος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα
Alkeellinen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alkaja στα ελληνικά - εφευρέτης, αρχάριος, Ανεπαρκής, αρχάριο, αρχάριους, αρχαρίων
  • alkajaiset στα ελληνικά - άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της
  • alkio στα ελληνικά - ζουζούνι, μαμούδι, μέλος, στέλεχος, έμβρυο, μικρόβιο, εμβρύου, ...
  • alkoholi στα ελληνικά - αλκοόλ, πίνω, ποτό, οινόπνευμα, αλκοόλη, αλκοόλης, οινοπνεύματος
Τυχαίες λέξεις
Alkeellinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτόγονος, αρχέγονος, πρωταρχικός, ωμός, πρώτος, ακατέργαστος, αγενής, χονδροειδής, αγροίκος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα