Ammatti στα ελληνικά
Μετάφραση: ammatti, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρατάσσω, κοινότητα, επιτήδευμα, κατοχή, επενδύω, γραμμή, δουλειά, κατάληψη, επάγγελμα, ρυτίδα, σκάφος, εμπόριο, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amiraali στα ελληνικά - ναύαρχος, Admiral, ναύαρχο, ναυάρχου, ο ναύαρχος
- ammatillinen στα ελληνικά - επαγγελματικός, επαγγελματίας, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικής
- ammattihenkilö στα ελληνικά - επαγγελματικός, επαγγελματίας, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικής
- ammattikieli στα ελληνικά - καθομιλούμενος, αργκό, γλώσσα, υποκρισία, διάλεκτος, ορολογία, διάλεκτο, ...
Τυχαίες λέξεις
Ammatti στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρατάσσω, κοινότητα, επιτήδευμα, κατοχή, επενδύω, γραμμή, δουλειά, κατάληψη, επάγγελμα, ρυτίδα, σκάφος, εμπόριο, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα
Μεταφράσεις: παρατάσσω, κοινότητα, επιτήδευμα, κατοχή, επενδύω, γραμμή, δουλειά, κατάληψη, επάγγελμα, ρυτίδα, σκάφος, εμπόριο, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, το επάγγελμα