Amputoida στα ελληνικά
Μετάφραση: amputoida, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ampumahauta στα ελληνικά - χαράκωμα, χαντάκι, τάφρος, τάφρο, τάφρου
- ampumataulu στα ελληνικά - στόχος, αντιτείνω, αντικείμενο, αποβλέπω, σκοπός, στοχεύω, βλέψη, ...
- amuletti στα ελληνικά - φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
- analogia στα ελληνικά - αναλογία, αναλογίαν
Τυχαίες λέξεις
Amputoida στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Μεταφράσεις: ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν