Asteikko στα ελληνικά
Μετάφραση: asteikko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλιμάκωση, λέπι, κλίμακας, κλίμακα, μέγεθος, ζυγαριά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assistentti στα ελληνικά - βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
- aste στα ελληνικά - τιμή, αναλογία, βαθμολογώ, βαθμός, πτυχίο, επίπεδο, βαθμό, ...
- asteittainen στα ελληνικά - προοδευτικός, βαθμιαίος, σταδιακή, βαθμιαία, σταδιακής, προοδευτική, σταδιακά
- asteittainen kehitys στα ελληνικά - εξέλιξη, ανάπτυξη, Η σταδιακή, Η βαθμιαία, τη σταδιακή, Η προοδευτική, στη σταδιακή
Τυχαίες λέξεις
Asteikko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, λέπι, κλίμακας, κλίμακα, μέγεθος, ζυγαριά
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, λέπι, κλίμακας, κλίμακα, μέγεθος, ζυγαριά