Κλιμάκωση στα φινλανδικά

Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hilse, skaala, suomu, mittakaava, yltyminen, asteikko, kärjistymisen, kärjistymisestä, kärjistyminen, laajenemisen, laajeneminen
Κλιμάκωση στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση

κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κλιμάκωση στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κλητεύω στα φινλανδικά - haaste, haasteen, luovutusvaatimus, haastetta, Asiakirjojen luovutusvaatimus
  • κλικ στα φινλανδικά - napauttaa, näpäyttää, haka, napsahdus, naksahdus, napsautuksella, klikkauksella, ...
  • κλιμακώνομαι στα φινλανδικά - yltyä, äityä, paisuu, laajenee, kiihtyy, kärjistyy, kiihtyminen
  • κλινική στα φινλανδικά - klinikka, poliklinikka, klinikalla, klinikan, klinikalle, clinic
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: hilse, skaala, suomu, mittakaava, yltyminen, asteikko, kärjistymisen, kärjistymisestä, kärjistyminen, laajenemisen, laajeneminen