Auktoriteetti στα ελληνικά

Μετάφραση: auktoriteetti, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσία, αυθεντία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Auktoriteetti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aukinainen στα ελληνικά - ανοικτός, ανοίγω, ανοιχτός, μέτριος, διαβατός, εγκαινιάζω, ανοιχτό, ...
  • aukko στα ελληνικά - άγραφος, αθετώ, παραβίαση, ρήγμα, οπή, κενό, παραβιάζω, ...
  • auliisti στα ελληνικά - πρόθυμα, εύκολα, άμεσα, ευκόλως, αμέσως
  • aulis στα ελληνικά - πρόθυμος, υποχωρητικός, πανέτοιμος, οξυδερκής, ενδιαφερόμενος, εξυπηρετικός, φιλελεύθερος, ...
Τυχαίες λέξεις
Auktoriteetti στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσία, αυθεντία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που