Empiminen στα ελληνικά

Μετάφραση: empiminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δισταγμός, διστακτικότητα, δισταγμό, δισταγμούς, δισταγμού
Empiminen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • emo στα ελληνικά - μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
  • empiirinen στα ελληνικά - εμπειρικός, εμπειρική, εμπειρικά, εμπειρικές, εμπειρικών
  • empiä στα ελληνικά - ταλαντώνονται, ταλαντεύονται, ταλάντωση, ταλαντώνεται, ταλαντεύεται
  • emuloida στα ελληνικά - μιμούμαι, παραβγαίνω, μιμηθούν, μιμηθεί, μιμηθούμε, μιμούνται, εξομοιώσετε
Τυχαίες λέξεις
Empiminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δισταγμός, διστακτικότητα, δισταγμό, δισταγμούς, δισταγμού