Διστακτικότητα στα φινλανδικά

Μετάφραση: διστακτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
empiminen, epäröiminen, epäröinti, epäröintiä, epäröimättä, epäröi
Διστακτικότητα στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διστακτικότητα

διστακτικότητα συνώνυμα, διστακτικότητα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διστακτικότητα στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • δισταγμός στα φινλανδικά - epäröiminen, epäily, epäröinti, epävarmuus, empiminen, epäröintiä, epäröimättä, ...
  • διστακτικός στα φινλανδικά - horjuva, ujo, karsas, nurja, epäröivä, vastahakoinen, nuiva, ...
  • διυλιστήριο στα φινλανδικά - jalostamo, jalostamon, jalostamolla, jalostamojen, jalostamoiden
  • διφορούμενος στα φινλανδικά - epäselvä, moniselitteinen, epäselviä, moniselitteisiä, epämääräinen
Τυχαίες λέξεις
Διστακτικότητα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: empiminen, epäröiminen, epäröinti, epäröintiä, epäröimättä, epäröi