Ensisijainen στα ελληνικά
Μετάφραση: ensisijainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρδινάλιος, ζωτικός, πρώτος, κυριότερος, αξιοσημείωτος, κλειδί, σημαντικός, σπουδαίος, πρόσοψη, ουσιώδης, ηγετικός, κύριος, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ensimmäinen στα ελληνικά - πρώτος, πρεμιέρα, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
- ensinnäkin στα ελληνικά - στην πρώτη, στο πρώτο, το πρώτο, κατά το πρώτο, του πρώτου
- enteellinen στα ελληνικά - απειλητικός, προφητικός, προφητικό, προφητική, προφητικά, προφητικές
- enteillä στα ελληνικά - προμήνυμα, πρόγνωση, σημαίνω, προβλέπω, προλέγω, προμηνύω, προδιαγράφουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Ensisijainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρδινάλιος, ζωτικός, πρώτος, κυριότερος, αξιοσημείωτος, κλειδί, σημαντικός, σπουδαίος, πρόσοψη, ουσιώδης, ηγετικός, κύριος, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Μεταφράσεις: καρδινάλιος, ζωτικός, πρώτος, κυριότερος, αξιοσημείωτος, κλειδί, σημαντικός, σπουδαίος, πρόσοψη, ουσιώδης, ηγετικός, κύριος, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια