Estäminen στα ελληνικά

Μετάφραση: estäminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταστολή, πρόληψη, αποφυγή, απόκρυψη, εμποδισμός, αναστολή, παρεμπόδιση, αναστολής, η αναστολή, την αναστολή
Estäminen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • esto στα ελληνικά - παρεμβολή, αναστολή, παρεμπόδιση, αναστολής, η αναστολή, την αναστολή
  • estoton στα ελληνικά - αυθόρμητος, ακάθεκτος, ανεμπόδιστη, χωρίς αναστολή, απρόσκοπτη, χωρίς αναστολές, ανεμπόδιστης
  • estävä στα ελληνικά - ανασταλτική, ανασταλτικές, ανασταλτικό, ανασταλτικά, ανασταλτικής
  • estää στα ελληνικά - κωλυσιεργώ, παρακωλύω, στηρίγματα, αποκλείω, προλαβαίνω, φραγμός, αποτρέπω, ...
Τυχαίες λέξεις
Estäminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταστολή, πρόληψη, αποφυγή, απόκρυψη, εμποδισμός, αναστολή, παρεμπόδιση, αναστολής, η αναστολή, την αναστολή