Hassu στα ελληνικά
Μετάφραση: hassu, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρελούτσικος, κουζουλός, περίεργος, κωμικός, θυμωμένος, λωλός, άρρωστος, τρελός, αστείος, Αστεία, αστείο, Funny, Αστείες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- harvinaisuus στα ελληνικά - περιέργεια, ιδιορρυθμία, παραξενιά, σπανιότητα, σπανιότητας, σπάνιο, σπανιότητάς, ...
- harvoin στα ελληνικά - σπάνια, σπανίως, σπανιότερα
- hassunkurinen στα ελληνικά - αστείος, κωμικός, περίεργος, διασκεδαστικός, διασκεδαστικό, διασκεδαστική, διασκεδαστικά, ...
- hassutus στα ελληνικά - κωμωδία, αστείο
Τυχαίες λέξεις
Hassu στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρελούτσικος, κουζουλός, περίεργος, κωμικός, θυμωμένος, λωλός, άρρωστος, τρελός, αστείος, Αστεία, αστείο, Funny, Αστείες
Μεταφράσεις: τρελούτσικος, κουζουλός, περίεργος, κωμικός, θυμωμένος, λωλός, άρρωστος, τρελός, αστείος, Αστεία, αστείο, Funny, Αστείες