Huono στα ελληνικά
Μετάφραση: huono, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σατανικός, κακόμοιρος, αδύναμος, φτωχός, πενιχρός, ελαττωματικός, λεπτός, ελλειπτικός, κακός, ελεεινός, καημένος, μέτριος, οικτρός, αξιολύπητος, ανίσχυρος, χάλια, κακή, κακό, κακές, άσχημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- huonekalut στα ελληνικά - έπιπλα, επίπλων, Καταστήματα Επίπλων, επίπλωση, τα έπιπλα
- huonekunta στα ελληνικά - οικιακός, οικογένεια, σπιτικό, σπίτι, δήμος, δήμο, δήμου, ...
- huono puoli στα ελληνικά - μειονέκτημα, μειονεκτική θέση, μειονεκτική, βάρος, μειονεκτήματα
- huono-onninen στα ελληνικά - κακότυχος, δύσμοιρο, μοιραίο, ολέθριο, δύσμοιρη
Τυχαίες λέξεις
Huono στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σατανικός, κακόμοιρος, αδύναμος, φτωχός, πενιχρός, ελαττωματικός, λεπτός, ελλειπτικός, κακός, ελεεινός, καημένος, μέτριος, οικτρός, αξιολύπητος, ανίσχυρος, χάλια, κακή, κακό, κακές, άσχημα
Μεταφράσεις: σατανικός, κακόμοιρος, αδύναμος, φτωχός, πενιχρός, ελαττωματικός, λεπτός, ελλειπτικός, κακός, ελεεινός, καημένος, μέτριος, οικτρός, αξιολύπητος, ανίσχυρος, χάλια, κακή, κακό, κακές, άσχημα