Hyödyttää στα ελληνικά
Μετάφραση: hyödyttää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωφέλεια, επωφελούμαι, επίδομα, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hyödyllisyys στα ελληνικά - χρησιμότητα, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας
- hyödyntää στα ελληνικά - κεφαλαιοποιώ, αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
- hyödytön στα ελληνικά - άκαρπος, ανωφελής, εγωκεντρικός, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, μάταιος, άγονος, ...
- hyökkäys στα ελληνικά - επιθετικότητα, επίθεση, εισβολή, προσβολή, εχθρότητα, επιδρομή, παράβαση, ...
Τυχαίες λέξεις
Hyödyttää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωφέλεια, επωφελούμαι, επίδομα, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή
Μεταφράσεις: ωφέλεια, επωφελούμαι, επίδομα, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή