Όφελος στα φινλανδικά

Μετάφραση: όφελος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyödyttää, etuisuus, hyöty, hyvä, hyötyä, etuus, etu, edun, hyödyn
Όφελος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όφελος

όφελος συνώνυμα, όφελος απόσυρσης, όφελος αντώνυμο, όφελος κλίση, όφελος ωφελώ, όφελος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, όφελος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • όσχεο στα φινλανδικά - kivespussi, kivespussin, kivespussissa, kivespussiin, scrotum
  • όταν στα φινλανδικά - vaikka, koska, kun, milloin, jos, jolloin
  • όχημα στα φινλανδικά - kulkuneuvo, kärry, kulkuväline, väline, ajoneuvo, ajoneuvon, ajoneuvojen, ...
  • όχθη στα φινλανδικά - vietto, penkka, törmä, äyräs, ranta, piennar, pankki, ...
Τυχαίες λέξεις
Όφελος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: hyödyttää, etuisuus, hyöty, hyvä, hyötyä, etuus, etu, edun, hyödyn