Ikä στα ελληνικά

Μετάφραση: ikä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισόβιος, ζωή, ηλικία, εποχή, περιουσία, βίος, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Ikä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ikuisesti στα ελληνικά - για πάντα, πάντα
  • ikuisuus στα ελληνικά - άπειρο, αιωνιότητα, την αιωνιότητα, αιωνιότητας, αιώνια, στην αιωνιότητα
  • ikäinen στα ελληνικά - ηλικίας, ηλικιωμένος, ετών, ηλικιωμένων, ηλικία
  • ikäluokka στα ελληνικά - γενιά, ηλικιακή κατηγορία, τάξη ηλικίας, ηλικιακής κατηγορίας, τάξεις ηλικίας
Τυχαίες λέξεις
Ikä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισόβιος, ζωή, ηλικία, εποχή, περιουσία, βίος, ηλικίας, την ηλικία, ετών