Ηλικία στα φινλανδικά

Μετάφραση: ηλικία, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ikä, ajanjakso, aikakausi, vanhentua, aika, iän, ikään, iästä
Ηλικία στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλικία

ηλικία ανδρέα μικρούτσικου, ηλικία ασλανίδου, ηλικία γλυκερίας, ηλικία σκύλου, ηλικία κωστόπουλος, ηλικία λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ηλικία στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ηλεκτρονικός στα φινλανδικά - elektroninen, sähköinen, sähköisen, sähköisten, sähköisessä, elektroniset
  • ηλιακός στα φινλανδικά - aurinko-, aurinko, auringon, solar, aurinkoenergian
  • ηλικίας στα φινλανδικά - ikääntynyt, vanhahko, vanhempi, vanha, ikäinen, ikä, iän, ...
  • ηλικιωμένος στα φινλανδικά - ikääntynyt, vanhempi, vanha, ikäinen, vanhahko, vanhukset, vanhuksille, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηλικία στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ikä, ajanjakso, aikakausi, vanhentua, aika, iän, ikään, iästä