Ikävystyttävä στα ελληνικά
Μετάφραση: ikävystyttävä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουντός, βαρετός, μουχρός, πληκτικός, ανιαρός, βραδύς, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ikäinen στα ελληνικά - ηλικίας, ηλικιωμένος, ετών, ηλικιωμένων, ηλικία
- ikäluokka στα ελληνικά - γενιά, ηλικιακή κατηγορία, τάξη ηλικίας, ηλικιακής κατηγορίας, τάξεις ηλικίας
- ikävystyttää στα ελληνικά - πλήττω, οπή, οπής, διάτρηση, άνοιγμα, διαμετρήματος
- ikävyys στα ελληνικά - ανιαρότητα, νωθρότητα, τη νωθρότητα, θαμπάδα, τη θαμπάδα
Τυχαίες λέξεις
Ikävystyttävä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουντός, βαρετός, μουχρός, πληκτικός, ανιαρός, βραδύς, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Μεταφράσεις: μουντός, βαρετός, μουχρός, πληκτικός, ανιαρός, βραδύς, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές