Ilmainen στα ελληνικά
Μετάφραση: ilmainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσάμπα, δωρεάν, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Μεταφράσεις
- ilmaantuminen στα ελληνικά - εμφάνιση, εμφάνισης, εμφάνισή, όψη, την εμφάνιση
- ilmailu στα ελληνικά - αεροπορία, αεροπορίας, αερομεταφορών, των αερομεταφορών, αεροπορικών μεταφορών
- ilmaisetu στα ελληνικά - δώρα, giveaways
- ilmaisija στα ελληνικά - πίνακας, φλας, διερμηνέας, εκφραστή, εκφραστής, εκθλιβέα, εκφράζουσα
Τυχαίες λέξεις
Ilmainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσάμπα, δωρεάν, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Μεταφράσεις: τσάμπα, δωρεάν, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης