Imperatiivi στα ελληνικά
Μετάφραση: imperatiivi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- immuniteetti στα ελληνικά - ασυδοσία, ανοσία, αντοχή, αντίσταση, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, ...
- immuunius στα ελληνικά - ανοσία, ασυδοσία
- impi στα ελληνικά - παρθένος, παρθένα, υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι
- implikaatio στα ελληνικά - συνέπεια, υπόνοια, υπαινιγμός, επιπτώσεις, επίπτωση, σιωπηρώς, εμμέσως
Τυχαίες λέξεις
Imperatiivi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Μεταφράσεις: προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό