Itsepäinen στα ελληνικά
Μετάφραση: itsepäinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεισμωμένος, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, εγωκεντρική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- itsepintainen στα ελληνικά - ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, πεισμωμένος, επίμονος, επίμονη, ανθεκτικές, ...
- itsepintaisuus στα ελληνικά - επιμονή, εμμονή, αντοχής, αντοχής από, την επιμονή, συνεκτικότητα
- itsepäisyys στα ελληνικά - πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, το πείσμα, την ισχυρογνωμοσύνη, ανένδοτης
- itserakkaus στα ελληνικά - φιλαυτία, ματαιοδοξία, κενοδοξία, ματαιότητα, αλαζονεία, έπαρση, η έπαρση, ...
Τυχαίες λέξεις
Itsepäinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεισμωμένος, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, εγωκεντρική
Μεταφράσεις: πεισμωμένος, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, εγωκεντρική