Jälki-ilmiö στα ελληνικά
Μετάφραση: jälki-ilmiö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνέπεια, σημασία, επίπτωση, μετά την επίδραση, υπηρεσιών μετά την επίδραση
Μεταφράσεις
- jälkeläiset στα ελληνικά - απόγονος, αίμα, οικογένεια, καταγωγή, ράτσα, γόνος, απογόνους, ...
- jälki στα ελληνικά - αίσθημα, βηματίζω, πίστη, βήμα, μονοπάτι, γνωμάτευση, τυπώνω, ...
- jälkikaiunta στα ελληνικά - αντήχηση, αντήχησης, ηχώ, η αντήχηση, αντηχήσεως
- jälkikäteen στα ελληνικά - έπειτα, μετά, μεταγενέστερα, κατόπιν, στη συνέχεια, συνέχεια
Τυχαίες λέξεις
Jälki-ilmiö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνέπεια, σημασία, επίπτωση, μετά την επίδραση, υπηρεσιών μετά την επίδραση
Μεταφράσεις: συνέπεια, σημασία, επίπτωση, μετά την επίδραση, υπηρεσιών μετά την επίδραση