Jänneväli στα ελληνικά
Μετάφραση: jänneväli, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπιθαμή, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, άνοιγμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jänne στα ελληνικά - συγχορδία, σθένος, μυς, τένοντας, τένοντα, τενόντων, τένοντος, ...
- jänneside στα ελληνικά - σύνδεσμος, τένοντα, τένοντας, τενόντων, τένοντος, τένοντες
- jännite στα ελληνικά - ένταση, δυναμικό, τάση, τάσης, τάσεως, της τάσης
- jännittyä στα ελληνικά - έννοια, ανησυχώ, σφίγγω, σε υπερένταση, τεταμένη, ένταση, τεταμένες, ...
Τυχαίες λέξεις
Jänneväli στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπιθαμή, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, άνοιγμα
Μεταφράσεις: σπιθαμή, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, άνοιγμα