Jakojäännös στα ελληνικά
Μετάφραση: jakojäännös, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλοιπο, υπόλοιπο, λοιπά, υπόλοιπη, υπόλοιπα, υπολοίπου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jakoi στα ελληνικά - κοινός, μοιρασμένος, κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, από κοινού, κοινή
- jakoivat στα ελληνικά - κοινός, μοιρασμένος, κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, από κοινού, κοινή
- jakolasku στα ελληνικά - μερίδιο, μεραρχία, χωρίζω, διαίρεση, διχασμός, τμήμα, τομή, ...
- jakosuhde στα ελληνικά - αναλογία, ο λόγος διαίρεσης, ο λόγος διαχωρισμού, ο λόγος διαμερισμού, ο λόγος διαμερισμού δείγματος, ο λόγος της διαίρεσης
Τυχαίες λέξεις
Jakojäännös στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλοιπο, υπόλοιπο, λοιπά, υπόλοιπη, υπόλοιπα, υπολοίπου
Μεταφράσεις: κατάλοιπο, υπόλοιπο, λοιπά, υπόλοιπη, υπόλοιπα, υπολοίπου