Johto στα ελληνικά
Μετάφραση: johto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρείθρο, διοίκηση, διοχετεύω, κατεύθυνση, επενδύω, σωλήνωση, ηγεμονία, καλώδιο, γραμμή, κορυφαίος, ηγεσία, κανάλι, σύρμα, πίπα, παρατάσσω, ηγετικός, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, ηγετικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- johtaminen στα ελληνικά - διοίκηση, παραγωγή, εξαγωγή, προέλευση, παράγωγο, συναγωγή
- johtava στα ελληνικά - ηγετικός, οδηγία, κορυφαίος, κύριος, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, ...
- johtoasema στα ελληνικά - κυριαρχία, ηγεμονία, ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, ηγετικές
- johtohenkilö στα ελληνικά - αρχηγός, ηγέτης, ηγεμόνας, σκηνοθέτης, ηγήτορας, ηγέτη, επικεφαλής, ...
Τυχαίες λέξεις
Johto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρείθρο, διοίκηση, διοχετεύω, κατεύθυνση, επενδύω, σωλήνωση, ηγεμονία, καλώδιο, γραμμή, κορυφαίος, ηγεσία, κανάλι, σύρμα, πίπα, παρατάσσω, ηγετικός, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, ηγετικές
Μεταφράσεις: ρείθρο, διοίκηση, διοχετεύω, κατεύθυνση, επενδύω, σωλήνωση, ηγεμονία, καλώδιο, γραμμή, κορυφαίος, ηγεσία, κανάλι, σύρμα, πίπα, παρατάσσω, ηγετικός, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, ηγετικές