Kärsivällinen στα ελληνικά

Μετάφραση: kärsivällinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασθενής, υπομονετικός, ασθενή, ασθενούς, ασθενών, των ασθενών
Kärsivällinen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kärryt στα ελληνικά - αραμπάς, χειράμαξα, κουβαλώ, άρμα, καλάθι
  • kärsimys στα ελληνικά - καταριέμαι, ταλαιπωρία, πάσχουν, που πάσχουν, υποφέρουν, που υποφέρουν
  • kärsivällisyys στα ελληνικά - καρτερία, αποχή, μακροθυμία, υπομονή, την υπομονή, υπομονής, η υπομονή, ...
  • kärsiä στα ελληνικά - ανέχομαι, παθαίνω, υποστηρίζω, κρατώ, αντέχω, υπομένω, πάσχω, ...
Τυχαίες λέξεις
Kärsivällinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασθενής, υπομονετικός, ασθενή, ασθενούς, ασθενών, των ασθενών