Kätkeä στα ελληνικά
Μετάφραση: kätkeä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρύβω, κρύβομαι, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- käskyvalta στα ελληνικά - διατάζω, προσταγή, εντολή, προστάζω, εντολών, εντολής, διοίκηση, ...
- kätevä στα ελληνικά - πρακτικός, βολικός, επιδέξιος, σβέλτος, εύχρηστος, πρόχειρος, εύχρηστο, ...
- kätkyt στα ελληνικά - λίκνο, κέλυφος, κούνια, κοιτίδα, Cradle, το Cradle
- kätkö στα ελληνικά - κομπόδεμα, απόθεμα, κρυφή μνήμη, κρύπτη, μνήμη cache, κρυφής μνήμης, μνήμης cache
Τυχαίες λέξεις
Kätkeä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρύβω, κρύβομαι, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
Μεταφράσεις: κρύβω, κρύβομαι, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν