Kansantalous στα ελληνικά
Μετάφραση: kansantalous, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικονομολογία, οικονομική, Οικονομικά, Οικονομικών, Economics, Οικονομικό, Οικονομίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kansanrunous στα ελληνικά - δημοτική ποίηση, λαϊκής ποίησης, δημοτικής ποίησης, τη δημοτική ποίηση, της δημοτικής ποίησης
- kansantajuinen στα ελληνικά - δημοφιλής, λαϊκός, τους ανθρώπους να κατανοήσουν, ανθρώπους να κατανοήσουν, ανθρώπους να καταλάβουν, τους ανθρώπους να καταλάβουν, άτομα να κατανοήσουν
- kansantaloustiede στα ελληνικά - οικονομική, οικονομολογία, πολιτική οικονομία, πολιτικής οικονομίας, την πολιτική οικονομία, της πολιτικής οικονομίας, η πολιτική οικονομία
- kansanvalta στα ελληνικά - κοινοπολιτεία, δημοκρατία, δημοκρατίας, της δημοκρατίας, τη δημοκρατία, η δημοκρατία
Τυχαίες λέξεις
Kansantalous στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικονομολογία, οικονομική, Οικονομικά, Οικονομικών, Economics, Οικονομικό, Οικονομίας
Μεταφράσεις: οικονομολογία, οικονομική, Οικονομικά, Οικονομικών, Economics, Οικονομικό, Οικονομίας