Kasvaminen στα ελληνικά

Μετάφραση: kasvaminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, ανάπτυξη, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Kasvaminen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kasvaa στα ελληνικά - κερί, αύξηση, προστίθεμαι, παράγω, αυξάνομαι, συσσωρεύω, αυξάνω, ...
  • kasvain στα ελληνικά - εκτινάσσω, βλαστός, πυροβολώ, όγκος, όγκου, του όγκου, όγκο, ...
  • kasvaneet στα ελληνικά - μεγάλος, καλλιεργούνται, που καλλιεργούνται, ενήλικα, μεγάλους, ενήλικων
  • kasvanut στα ελληνικά - μεγάλος, καλλιεργούνται, που καλλιεργούνται, ενήλικα, μεγάλους, ενήλικων
Τυχαίες λέξεις
Kasvaminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, ανάπτυξη, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει