Kauppaketju στα ελληνικά

Μετάφραση: kauppaketju, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλυσίδα, καδένα, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Kauppaketju στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kaupitella στα ελληνικά - κλυδωνίζομαι, γεράκι, είμαι γυρολόγος, πλασάρουν, πουλήσουν λιανικώς, πουλήσει λιανικώς, πουλήσει λιανικώς τα
  • kauppa στα ελληνικά - κυκλοφορία, επάγγελμα, εμπόριο, ανησυχία, μαγαζί, επιχείρηση, υπόθεση, ...
  • kauppala στα ελληνικά - δήμος, Borough, δήμο, δήμου, Δημοτικού
  • kauppapaikka στα ελληνικά - πόλη, πόλης, Town, της πόλης, Τάουν
Τυχαίες λέξεις
Kauppaketju στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση