Keitto στα ελληνικά

Μετάφραση: keitto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σούπα, μπύρα, σούπας, σούπες, σούπα με, τη σούπα
Keitto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keitos στα ελληνικά - μίγμα, αφέψημα, επινόηση, κατασκεύασμα, παρασκεύασμα, σαλάτας
  • keittiö στα ελληνικά - κουζίνα, κουζίνας, της κουζίνας, την κουζίνα
  • keittolaite στα ελληνικά - συσκευή, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
  • keittää στα ελληνικά - μάγειρας, μαγειρεύω, βράζω, Cook, Κουκ, μάγειρα, μαγείρισσα
Τυχαίες λέξεις
Keitto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σούπα, μπύρα, σούπας, σούπες, σούπα με, τη σούπα