Keräilijä στα ελληνικά
Μετάφραση: keräilijä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλέκτης, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kertyä στα ελληνικά - προκύψουν, συγκεντρώσετε, συσσωρεύονται, συγκεντρώνετε, προκύπτουν
- kerä στα ελληνικά - μπάλα, κουβάρι, σφαίρα, πάσα, αντίπαλων, μπάλας
- kerätä στα ελληνικά - συλλέγω, τσουβαλιάζω, μαζεύω, σωριάζω, συσσωρεύω, συναρμολογώ, δεσμίδα, ...
- keräys στα ελληνικά - συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Τυχαίες λέξεις
Keräilijä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλέκτης, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών
Μεταφράσεις: συλλέκτης, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών