Kesto στα ελληνικά

Μετάφραση: kesto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
Kesto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kestitä στα ελληνικά - κέρασμα, φιλοξενώ, θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, κερνώ, γιορτή, πανηγύρι, ...
  • kestivät στα ελληνικά - πλήττω, διήρκεσε, διήρκησε, κράτησε, διάρκεσε, διήρκεσαν
  • kestoaika στα ελληνικά - διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
  • kestokyky στα ελληνικά - αντοχή, ανοχή, ανεκτικότητα, αντίσταση, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Τυχαίες λέξεις
Kesto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια