Kieltäytyminen στα ελληνικά

Μετάφραση: kieltäytyminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαγόρευση, άρνηση, άρνησης, απαραδέκτου, απόρριψη, την άρνηση
Kieltäytyminen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kieltäminen στα ελληνικά - απαγορεύω, απάρνηση, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγόρευση, αποποίηση, άρνηση, ...
  • kieltämätön στα ελληνικά - αδιάψευστος, αδιάσειστα, αδιάψευστη, αδιάσειστη, αδιάψευστα
  • kieltäytyä στα ελληνικά - απέχω, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
  • kieltää στα ελληνικά - διαψεύδω, απαγόρευση, αποκλεισμός, αποκηρύσσω, αρνησικυρία, λογοκριτής, απαγορεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Kieltäytyminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαγόρευση, άρνηση, άρνησης, απαραδέκτου, απόρριψη, την άρνηση