Kiihottaa στα ελληνικά

Μετάφραση: kiihottaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακινώ, σεξ, ξεσηκώνω, φύλο, υποβοηθώ, έρωτας, διεγείρω, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
Kiihottaa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kiihoke στα ελληνικά - κίνητρο, ερέθισμα, κινήτρων, ερεθίσματος, τόνωσης
  • kiihote στα ελληνικά - τονωτικό, διεγερτικό, διεγερτικών, διεγερτικά, διεγερτική
  • kiihottava στα ελληνικά - καυτός, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
  • kiihottunut στα ελληνικά - καυτός, ενθουσιασμένοι, συγκινημένος, ενθουσιασμένος, ενθουσιασμένη, ενθουσιασμένος για
Τυχαίες λέξεις
Kiihottaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακινώ, σεξ, ξεσηκώνω, φύλο, υποβοηθώ, έρωτας, διεγείρω, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν