Kiri στα ελληνικά

Μετάφραση: kiri, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπετάγομαι, ανάβλυση, τόνωση των πωλήσεών, απότομη και γρήγορη, φορτσάρω, αναβλύζω
Kiri στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kireys στα ελληνικά - ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
  • kireä στα ελληνικά - σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
  • kiristin στα ελληνικά - συσφίγγω, σφίγγω, εντατήρα, τεντωτήρα, εντατήρας, του εντατήρα, εντατήρα του
  • kiristys στα ελληνικά - σφίξιμο, σύσφιξη, σύσφιξης, αυστηρότερων, αυστηρότερη
Τυχαίες λέξεις
Kiri στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπετάγομαι, ανάβλυση, τόνωση των πωλήσεών, απότομη και γρήγορη, φορτσάρω, αναβλύζω