Kirjanpitäjä στα ελληνικά

Μετάφραση: kirjanpitäjä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογιστής, ελεγκτής, υπάλληλος, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
Kirjanpitäjä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kirjanoppinut στα ελληνικά - γραφέας, χαράξεως, γραφέα, σφήνα, γραφή
  • kirjanpito στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
  • kirjapaino στα ελληνικά - εκτύπωση, Τυπογραφείο, Τυπογραφείου, Τυπογραφείον, Εκδοτικός οίκος
  • kirjasin στα ελληνικά - είδος, δακτυλογραφώ, γραμματοσειρά, γραμματοσειρών, οικογένεια γραμματοσειρών, τυπογραφικά στοιχεία, τυπογραφικά
Τυχαίες λέξεις
Kirjanpitäjä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογιστής, ελεγκτής, υπάλληλος, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ