Kiroilla στα ελληνικά

Μετάφραση: kiroilla, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Kiroilla στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kiroaminen στα ελληνικά - καταδίκη, κόλαση, κολασμός, κατάρα
  • kiroileva στα ελληνικά - καταχρηστικός, υβριστικός
  • kirosi στα ελληνικά - αναθεματισμένος, επάρατος, εναγής, καταραμένος, καταραμένοι, καταράστηκε, καταραμένη, ...
  • kirosivat στα ελληνικά - αναθεματισμένος, επάρατος, εναγής, καταραμένος, καταραμένοι, καταράστηκε, καταραμένη, ...
Τυχαίες λέξεις
Kiroilla στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν