Konjunktio στα ελληνικά
Μετάφραση: konjunktio, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνδεσμος, σύνδεση, σύζευξη, συνδυασμό, συνεργασία, κοινού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- koni στα ελληνικά - νεφρίτης, βύσμα, πρίζα, αλογάκι, Nag, γκρινιάζουν στους, γκρινιάζουν στους γονείς
- konjakki στα ελληνικά - κονιάκ, μπράντι, το κονιάκ, του κονιάκ, cognac
- konkaavi στα ελληνικά - κοίλος, κοίλη, κοίλο, κοίλες, κοίλα
Τυχαίες λέξεις
Konjunktio στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνδεσμος, σύνδεση, σύζευξη, συνδυασμό, συνεργασία, κοινού
Μεταφράσεις: σύνδεσμος, σύνδεση, σύζευξη, συνδυασμό, συνεργασία, κοινού