Kytkeä στα ελληνικά

Μετάφραση: kytkeä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδέω, πρόσφυμα, βιβλιοδετώ, δεσμεύω, αλυσίδα, συνδυάζω, μανταλώνω, αλλάζω, διηγούμαι, επιρρίπτω, προσθέτω, συνέταιρος, πεδικλώνω, αλλαγή, σύμμαχος, μάνταλο, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
Kytkeä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kyteä στα ελληνικά - καίω, υποκαίω, σιγοκαίω, σιγοκαούν, smolder, σιγοκαίει
  • kytkentä στα ελληνικά - σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, σύζευξη, σύζευξης, ζεύξης, συζεύξεως, ...
  • kytkijä στα ελληνικά - Συνδετήρας, Ο συνδέτης, Linker, συνδέτης, συνδέτη
  • kytkin στα ελληνικά - απομόνωση, κλώσημα, αρπάζω, πιάνω, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, ...
Τυχαίες λέξεις
Kytkeä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδέω, πρόσφυμα, βιβλιοδετώ, δεσμεύω, αλυσίδα, συνδυάζω, μανταλώνω, αλλάζω, διηγούμαι, επιρρίπτω, προσθέτω, συνέταιρος, πεδικλώνω, αλλαγή, σύμμαχος, μάνταλο, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί