Löyhkä στα ελληνικά
Μετάφραση: löyhkä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρομιά, βρόμα, βρομώ, βρώμα, δυσωδία, μπόχα, δυσοσμία, κακοσμία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lössi στα ελληνικά - ταινία, κίτρινη ασβεστώδης λάσπη, loess, όπου παρατηρούνται απώλειες, ασβεστιτικός πηλός, ασβεστιτικός
- löydetty στα ελληνικά - ιδρύω, βρήκα, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
- löyhkätä στα ελληνικά - βρομιά, βρομώ, βρόμα, βρώμα, δυσωδία, βρωμάει, βρωμούσα του, ...
- löyhkäävä στα ελληνικά - δυσώδης, δύσοσμο, fetid, δύσοσμη, δυσώδη
Τυχαίες λέξεις
Löyhkä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρομιά, βρόμα, βρομώ, βρώμα, δυσωδία, μπόχα, δυσοσμία, κακοσμία
Μεταφράσεις: βρομιά, βρόμα, βρομώ, βρώμα, δυσωδία, μπόχα, δυσοσμία, κακοσμία