Laakeri στα ελληνικά
Μετάφραση: laakeri, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, σχέση, δάφνη, στάση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει
Μεταφράσεις
- laajuus στα ελληνικά - φάρδος, βαθμός, διάσταση, μέγεθος, έκταση, πεδίο δράσης, περιθώριο, ...
- laakea στα ελληνικά - πιάτο, πλατύς, διαμέρισμα, ευρύχωρος, άφθονος, ροκάνι, φαρδύς, ...
- laakio στα ελληνικά - οροπέδιο, οροπεδίου, οροπέδιο του
- laakso στα ελληνικά - κόλπος, χαράδρα, λαγκάδα, κοιλάδα, Valley, κοιλάδας, κοιλάδα του, ...
Τυχαίες λέξεις
Laakeri στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, σχέση, δάφνη, στάση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει
Μεταφράσεις: έδρανο, σχέση, δάφνη, στάση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει