Lahjoa στα ελληνικά
Μετάφραση: lahjoa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεμαυλίζω, αλλοιώνω, λουφές, αγοράζω, εκμαυλίζω, διαφθείρω, δωροδοκία, δωροδοκίας, δωροδοκήσει, μίζα, δωροδοκούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lahjakas στα ελληνικά - ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
- lahjakkuus στα ελληνικά - ικανότητα, προτέρημα, πεσκέσι, κλίση, τέχνη, ροπή, τάση, ...
- lahjoittaa στα ελληνικά - πεσκέσι, χάρισμα, δώρο, παραχωρώ, παρέχω, προικίζω, δωρεά, ...
- lahjoittaja στα ελληνικά - συνεργάτης, συνδρομητής, δότης, δωρητής, δότη, του δότη, δωρητή
Τυχαίες λέξεις
Lahjoa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεμαυλίζω, αλλοιώνω, λουφές, αγοράζω, εκμαυλίζω, διαφθείρω, δωροδοκία, δωροδοκίας, δωροδοκήσει, μίζα, δωροδοκούν
Μεταφράσεις: ξεμαυλίζω, αλλοιώνω, λουφές, αγοράζω, εκμαυλίζω, διαφθείρω, δωροδοκία, δωροδοκίας, δωροδοκήσει, μίζα, δωροδοκούν