Διαφθείρω στα φινλανδικά
Μετάφραση: διαφθείρω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pilata, mätä, lahjoa, turmeltunut, turmella
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφθείρω
διαφθείρω αοριστοσ, διαφθείρω αρχικοι χρονοι αρχαια, διαφθείρω αρχικοι χρονοι, διαφθείρω λεξικο, διαφθείρω συνώνυμο, διαφθείρω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διαφθείρω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- διαφημίζω στα φινλανδικά - mainostaa, Mainosta, advertise, mainostavat, ilmoittaa
- διαφημιστικός στα φινλανδικά - mainonta, mainos, mainostus, ilmoittaminen, ilmoitus, mainosala, mainonnan, ...
- διαφθορά στα φινλανδικά - turmelus, maatuminen, mätäneminen, lahjominen, lahjonta, turmeltuminen, korruptio, ...
- διαφορά στα φινλανδικά - erotus, poikkeama, erilaisuus, kina, riita, ero, väittely, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφθείρω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pilata, mätä, lahjoa, turmeltunut, turmella
Μεταφράσεις: pilata, mätä, lahjoa, turmeltunut, turmella