Lepakko στα ελληνικά
Μετάφραση: lepakko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρόπαλο, τάφρος, νυχτερίδα, ΒΔΤ, ρόπαλο του, νυχτερίδας
Μεταφράσεις
- lentäminen στα ελληνικά - αεροπορία, αέρας, ατμόσφαιρα, ιπτάμενος, φυγή, πτήση, Πετώντας, ...
- lentää στα ελληνικά - μύγα, πετώ, πετούν, πετάξει, εισητήριο, εισητήριο για
- lepakot στα ελληνικά - νυχτερίδα, ρόπαλο, νυχτερίδες, ρόπαλα, πονγκ, νυχτερίδων, τις νυχτερίδες
- lepo στα ελληνικά - υπόλοιπος, ξεκούραση, εκτόνωση, άνεση, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, καταπραΰνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Lepakko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρόπαλο, τάφρος, νυχτερίδα, ΒΔΤ, ρόπαλο του, νυχτερίδας
Μεταφράσεις: ρόπαλο, τάφρος, νυχτερίδα, ΒΔΤ, ρόπαλο του, νυχτερίδας