Levittää στα ελληνικά

Μετάφραση: levittää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φουντώνω, επέκταση, απλώνω, επεκτείνω, εκτείνω, μεταδίδω, διανέμω, κυκλοφορώ, διαδίδω, μοιράζω, εκτείνομαι, παρατάσσω, εκπέμπω, ξεδιπλώνω, διασπείρω, απονέμω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Levittää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • levittäytyvä στα ελληνικά - διάδοση, εξάπλωση, διασπορά, Η διάδοση, Απόδοση
  • levittäytyä στα ελληνικά - απλώνω, παρατάσσω, διαδίδω, επέκταση, φουντώνω, διάδοση, εξάπλωση, ...
  • levitä στα ελληνικά - φουντώνω, διασκορπίζω, απλώνω, επέκταση, διαδίδω, καταδαπανώ, διάδοση, ...
  • leviävä στα ελληνικά - διαχυνόμενος, διάχυσης, διάχυτη, διαχύσεως, διαχυτική
Τυχαίες λέξεις
Levittää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φουντώνω, επέκταση, απλώνω, επεκτείνω, εκτείνω, μεταδίδω, διανέμω, κυκλοφορώ, διαδίδω, μοιράζω, εκτείνομαι, παρατάσσω, εκπέμπω, ξεδιπλώνω, διασπείρω, απονέμω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής