Liittymä στα ελληνικά
Μετάφραση: liittymä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόμφος, σωματειακός, συμμαχία, κοψίδι, συνασπισμός, άρθρωση, συνδρομή, διατομή, ένωση, κοινός, διεπαφή, διασύνδεσης, διεπαφής, interface, διασύνδεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- liittovaltion στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, Ομοσπονδιακή, Ομοσπονδιακής, Ομοσπονδιακό, ομοσπονδιακού
- liittyminen στα ελληνικά - εγγραφή, είσοδος, καταχώριση, έναρξη, εισόδου
- liittymäkohta στα ελληνικά - κρίκος, ραφή, συνδέω, διασταύρωση, το σημείο πρόσβασης, του σημείου πρόσβασης, το access point, ...
- liittyvä στα ελληνικά - συγγενικός, συναφής, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών
Τυχαίες λέξεις
Liittymä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόμφος, σωματειακός, συμμαχία, κοψίδι, συνασπισμός, άρθρωση, συνδρομή, διατομή, ένωση, κοινός, διεπαφή, διασύνδεσης, διεπαφής, interface, διασύνδεση
Μεταφράσεις: γόμφος, σωματειακός, συμμαχία, κοψίδι, συνασπισμός, άρθρωση, συνδρομή, διατομή, ένωση, κοινός, διεπαφή, διασύνδεσης, διεπαφής, interface, διασύνδεση